σαρκώνω

σαρκώνω
σαρκῶ, -όω, ΝΜΑ [σάρξ, σαρκός]
1. καλύπτω με σάρκα και, ιδίως, κλείνω πληγή, επουλώνω τραύμα ή έλκος
2. παθ. σαρκώνομαι
(για τον Ιησού Χριστό) ενσαρκώνομαι, λαμβάνω ανθρώπινη υπόσταση («καὶ σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου», Σύμβ. Πίστ.)
αρχ.
1. καθιστώ κάποιον σαρκώδη, ισχυρό, ενδυναμώνω
2. (για ανδριαντοποιό ή για χαλκουργό) μεταβάλλω κάτι σε σάρκα
3. (η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ.) σεσαρκωμένος
σαρκώδης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σαρκώνω — σάρκωσα, επουλώνω τραύμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σάρκωση — η / σάρκωσις, ώσεως, ΝΜΑ [σαρκῶ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σαρκώνω, σαρκοπλασία νεοελλ. μσν. εκκλ. (για τον Ιησού Χριστό) ενσάρκωση αρχ. 1. σαρκώδες βλάστημα στη μύτη, σάρκωμα 2. πολυσαρκία …   Dictionary of Greek

  • σαρκώ — (I) άω, Α [σάρξ, σαρκός] (κατά τον Ησύχ.) 1. σαρκάζω 2. (η μτχ. ενεργ ενεστ.) σαρκῶν «σεσηρώς». (II) όω, ΜΑ βλ. σαρκώνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”